ευεπίφορος

ευεπίφορος
εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐεπίφορος — inclined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπιφόρως — εὐεπίφορος inclined adverbial εὐεπίφορος inclined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπίφορον — εὐεπίφορος inclined masc/fem acc sg εὐεπίφορος inclined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπιφόροις — εὐεπίφορος inclined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπιφόρων — εὐεπίφορος inclined masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπίφορα — εὐεπίφορος inclined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεπίφοροι — εὐεπίφορος inclined masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευεπιφορία — εὐεπιφορία, ἡ (Α) [ευεπίφορος] 1. η ευκολία στο να φέρνει κάποιος κάτι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η ευκολία στο να εξετάζει κάτι με διάφορους τρόπους 2. η ροπή, η κλίση, η προδιάθεση σε κάτι («εὐεπιφορία τῶν παθών», Κλήμ. Αλ.) 3. η πληθώρα, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”